Greek Meaning of corroding
διάβρωση
Other Greek words related to διάβρωση
Nearest Words of corroding
- corrosion => Διάβρωση
- corrosion-resistant => ανθεκτικό στη διάβρωση
- corrosive => διαβρωτικό
- corrosive sublimate => Διττανθρακικό υδράργυρο
- corrugate => κυματίζω
- corrugated => κυματοειδής
- corrugated board => Κυματοειδής χαρτόνι
- corrugated cardboard => Αυτοκόλλητη χαρτοταινία
- corrugated fastener => Κυματοειδές στήριγμα
- corrugated iron => Κυματοειδής λαμαρίνα
Definitions and Meaning of corroding in English
corroding (n)
erosion by chemical action
FAQs About the word corroding
διάβρωση
erosion by chemical action
ερεθοποιός,δαγκωμένο (beißend),Καταστροφικός,τρώω,τρωκτική,Τσιμπολόγημα,αποδεκατισμός,αποσυνθέτειν,καταστροφικός,αποσυντιθέμενος
αναζωογονητικός,Αναψυκτικός,αναζωογονητικός,αναγεννητικός,αναζωογονητικός,ανανέωση,Αποκατάσταση,αναζωογονητικός,αναβιωτικό,αναζωογονητικός
corrodentia => κορροδόντια, corroded => διαβρωμένο, corrode => Διαβρώνω, corrobory => Κορομπόρι, corroboree => κορρομπορί,