FAQs About the word corrosive sublimate

Διττανθρακικό υδράργυρο

a white poisonous soluble crystalline sublimate of mercury; used as a pesticide or antiseptic or wood preservative

No synonyms found.

No antonyms found.

corrosive => διαβρωτικό, corrosion-resistant => ανθεκτικό στη διάβρωση, corrosion => Διάβρωση, corroding => διάβρωση, corrodentia => κορροδόντια,