Greek Meaning of cutting in (on)

κόβω (κάποιον)

Other Greek words related to κόβω (κάποιον)

Definitions and Meaning of cutting in (on) in English

cutting in (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word cutting in (on)

κόβω (κάποιον)

Επέμβαση,Βασανιστικός,αναστάτωση,θυμωμένος,οδυνηρός,καταπατητική,Εξαγριωτικό,παρενόχληση,φλεγμονώδης,παραβίαση

αγνοώντας,λήθη,αγνοώντας,αναχώρηση,ηρεμιστικό,ελπιδοφόρος,παρηγορητικός,απολαυστικός,αποπλιστικός,ικανοποιητικός

cutting in => κοπή, cutting ice => Κόψιμο του πάγου, cutting horses => κόβοντας ίππους, cutting horse => Cutting horse, cutting down => Μείωση,