Greek Meaning of mollifying

εξευμενιστικός

Other Greek words related to εξευμενιστικός

Definitions and Meaning of mollifying in English

Webster

mollifying (p. pr. & vb. n.)

of Mollify

FAQs About the word mollifying

εξευμενιστικός

of Mollify

ηρεμιστικό,φιλάνθρωπος,καταπραϋντικός,ελπιδοφόρος,συμβιβαστικός,αποπλιστικός,ήπιος,ευγενικός,Ειρηνικός,κατευναστικός

λειαντικό,επιδεινούμενος,ενοχλητικό,ανταγωνιστικός,Συμμετοχικός,εκνευριστικός,απογοητευτικός,Ενοχλητικός,εχθρικός,φλεγμονώδης

mollify => εξευμενίζω, mollifier => μαλακτικό, mollified => κατευνασμένος, mollification => ηρεμία, mollifiable => μαλακτικός,