Greek Meaning of assuring

διαβεβαιωτικός

Other Greek words related to διαβεβαιωτικός

Definitions and Meaning of assuring in English

Wordnet

assuring (s)

giving confidence

Webster

assuring (p. pr. & vb. n.)

of Assure

Webster

assuring (a.)

That assures; tending to assure; giving confidence.

FAQs About the word assuring

διαβεβαιωτικός

giving confidenceof Assure, That assures; tending to assure; giving confidence.

ελπιδοφόρος,καθησυχαστικός,κατευναστικός,επευφημώντας,παρηγορητικός,κατευναστικός,ενίσχυση,καταπραϋντικός,εκφράζω συμπάθεια,συλλυπητήριος

αποθαρρυντικός,οδυνηρός,βασανιστικός,βασανίζοντας,ανησυχητικό,αναστατωτικός,ανησυχητικό,επιδεινούμενος,απογοητευτικός,αποθαρρυντικός

assurgent => απαιτητικός, assurgency => εξέγερση, assurer => διασφαλίζω, assuredness => βεβαιότητα, assuredly => σίγουρα,