Greek Meaning of condoling
συλλυπητήριος
Other Greek words related to συλλυπητήριος
Nearest Words of condoling
- condoled (with) => εξέφρασε τα συλλυπητήριά του (σε)
- condole (with) => συλλυπηθεί (κάποιον)
- condescended => condescend
- condenses => συμπυκνώνει
- condensed => Συμπυκνωμένο
- condensations => συμπυκνώσεις
- condemns => καταδικάζει
- condemnor => Καταγγελλόμενος
- condemner => Αποδοκιμαστής
- condemned => καταδικασμένος
Definitions and Meaning of condoling in English
condoling
grieve, to express sympathetic sorrow, lament, grieve
FAQs About the word condoling
συλλυπητήριος
grieve, to express sympathetic sorrow, lament, grieve
διαβεβαιωτικός,επευφημώντας,ελπιδοφόρος,εκφράζω συμπάθεια,παρηγορητικός,ενσυναισθητικός,καθησυχαστικός,Συμπάσχων,ανυψωτικός,ανύψωση
αποθαρρυντικός,αποθαρρυντικός,οδυνηρός,βασανιστικός,βασανίζοντας,ανησυχητικό,ανησυχητικό,επιδεινούμενος,απογοητευτικός,τριβή
condoled (with) => εξέφρασε τα συλλυπητήριά του (σε), condole (with) => συλλυπηθεί (κάποιον), condescended => condescend, condenses => συμπυκνώνει, condensed => Συμπυκνωμένο,