Greek Meaning of conduced (to)

οδήγησε σε

Other Greek words related to οδήγησε σε

Definitions and Meaning of conduced (to) in English

conduced (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word conduced (to)

οδήγησε σε

προκάλεσε,συνέβαλε (σε),είχε ως αποτέλεσμα,μεταφρασμένο (σε),εκτρεφόμενος,έφερε,προκαλείται,αποφασισμένος,εκτελεσμένο,προικισμένος

παρεμποδισμένο,περιορισμένος,βάλω κάτω,περιορισμένος,καταπιεσμένη,συλληφθείς,επιλεγμένο,ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,υγρός

conduce (to) => οδηγεί σε, condos => διαμερίσματα, condoning => ανεκτικότητα, condoned => Αντιληπτό, condonations => συγχωρέσεις,