Greek Meaning of confected

κατασκευασμένος

Other Greek words related to κατασκευασμένος

Definitions and Meaning of confected in English

confected

prepare, to put together from varied material, preserve

FAQs About the word confected

κατασκευασμένος

prepare, to put together from varied material, preserve

συναρμολογημένο,κατασκευασμένο,έκανε,κατασκευασμένος,σχεδιασμένος,ανεγερθεί,καθιερωμένος,επινοημένος,κατασκευασμένος,Τμηματικό

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,ακρωτηριασμένο,εξερράγη,επίπεδο,Επίπεδο,επιπέδωσε,τριμμένο,κατεδαφισμένος

confabulating => συνομιλών, confabulated => σύγχυση, confabs => συναθροίσεις, confabbing => κουβεντιάζοντας, confabbed => Συνομωτούσαν,