Greek Meaning of molded
χυτός
Other Greek words related to χυτός
- φθαρμένο
- αποσυντεθείς
- διαλυμένη
- σάπιο
- κατεστραμμένο
- καταγόμενος
- επιδεινωμένο
- μολυσμένος
- βρώμικος
- μουχλιασμένο
- νεκρός
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
- στρεμμένος
- θρυμματισμένος
- κατέρρευσε
- σάπιος
- πήγε στον σπόρο
- μπερδεμένος
- Μολυσμένος
- πήξε
- αρνήθηκε
- βεβηλωμένος
- εκφυλισμένος
- ερειπωμένος
- ζυμωμένο
- ταπεινωμένος
- μολυσμένος
- σκουριασμένο
- βούλιαξε
- ξινισμένος
- βυθισμένο
- μολυσμένος
- μαραμένος
- χαλασμένος
- απενεργοποιημένο
- Πήγε σε σπόρους
Nearest Words of molded
Definitions and Meaning of molded in English
molded (s)
shaped to fit by or as if by altering the contours of a pliable mass (as by work or effort)
molded (imp. & p. p.)
of Mould
FAQs About the word molded
χυτός
shaped to fit by or as if by altering the contours of a pliable mass (as by work or effort)of Mould
φθαρμένο,αποσυντεθείς,διαλυμένη,σάπιο,κατεστραμμένο,καταγόμενος,επιδεινωμένο,μολυσμένος,βρώμικος,μουχλιασμένο
ηλικιωμένοι,ανεπτυγμένη,μεγάλωσε,ώριμος,αποκατεστημένος,ώριμο,συναρμολογημένο,Καθαρισμένο,συντεθειμένος,βελτιωμένη
moldboard plow => άροτρο με υνί, moldboard => γαντζόμαυρο, moldavia => Μολδαβία, moldable => εύκαμπτος, mold => καλούπι,