Greek Meaning of molded

χυτός

Other Greek words related to χυτός

Definitions and Meaning of molded in English

Wordnet

molded (s)

shaped to fit by or as if by altering the contours of a pliable mass (as by work or effort)

Webster

molded (imp. & p. p.)

of Mould

FAQs About the word molded

χυτός

shaped to fit by or as if by altering the contours of a pliable mass (as by work or effort)of Mould

φθαρμένο,αποσυντεθείς,διαλυμένη,σάπιο,κατεστραμμένο,καταγόμενος,επιδεινωμένο,μολυσμένος,βρώμικος,μουχλιασμένο

ηλικιωμένοι,ανεπτυγμένη,μεγάλωσε,ώριμος,αποκατεστημένος,ώριμο,συναρμολογημένο,Καθαρισμένο,συντεθειμένος,βελτιωμένη

moldboard plow => άροτρο με υνί, moldboard => γαντζόμαυρο, moldavia => Μολδαβία, moldable => εύκαμπτος, mold => καλούπι,