Greek Meaning of moldered

μουχλιασμένο

Other Greek words related to μουχλιασμένο

Definitions and Meaning of moldered in English

Webster

moldered (imp. & p. p.)

of Moulder

FAQs About the word moldered

μουχλιασμένο

of Moulder

φθαρμένο,αποσυντεθείς,διαλυμένη,σάπιο,κατεστραμμένο,καταγόμενος,επιδεινωμένο,μολυσμένος,βρώμικος,χυτός

ηλικιωμένοι,ανεπτυγμένη,μεγάλωσε,ώριμος,ανανεωμένος,αποκατεστημένος,ώριμο,συναρμολογημένο,Καθαρισμένο,συντεθειμένος

molder => καλουπάς, molded salad => Ζελεδάτη σαλάτα, molded => χυτός, moldboard plow => άροτρο με υνί, moldboard => γαντζόμαυρο,