Greek Meaning of pulverized
τριμμένο
Other Greek words related to τριμμένο
Nearest Words of pulverized
Definitions and Meaning of pulverized in English
pulverized (s)
consisting of fine particles
FAQs About the word pulverized
τριμμένο
consisting of fine particles
φιλτραρισμένο,εκλεπτυσμένος,σκονισμένος,πουδρώδης,λείο,υπερλεπτός,υπερλεπτό,καλό,αλευρώδης
Χοντρός,κοκκώδης,κοκκώδης,κοκκώδης,τραχύς,πετρώδης,τραχύς,αμμώδης,λιθώδης,αφιλτράριστο
pulverize => πολτοποιώ, pulverization => σκόνη, pulverised => κονιοποιημένος, pulverise => διαλύω, pulverisation => ψεκασμός,