Greek Meaning of confecting
προετοιμασία ζαχαρωτών
Other Greek words related to προετοιμασία ζαχαρωτών
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- ανεγείροντας
- κατασκευή
- κατασκευή
- Δημιουργώντας
- σχεδιάζοντας
- ίδρυση
- κατασκευή
- Μακιγιάζ
- κατασκευή
- κομμάτι
- ανατροφή
- ανατροφή
- παρασκευάζω
- παραγωγική
- αρχή
- Ξυλουργική
- συνδυάζοντας
- σχεδίαση
- μόρφωση
- Πατρότητα
- Σφυρηλάτηση
- ιδρυτικός
- Καδράρισμα
- δημιουργώντας
- σφυρηλάτηση
- φανταζόμενος
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- μούχλα
- οργάνωση
- προερχόμενος
- ανοικοδόμηση
- διαμόρφωση
- συνένωση
- νομισματοκοπία
- συλλαμβάνω
- συγκροτούν
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- χειροτεχνία
- Προκατασκευασμένος
- Συναρμολόγηση
- Βάζοντας
- επανασυναρμολόγηση
- ανακατασκευή
- Αναδόμηση
- ανακατασκευάζοντας
- Ανακαίνιση
- ρύθμιση
- σκέψη (πάνω)
- κατεδάφιση
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- αποσυναρμολόγηση
- αποσυναρμολόγηση
- επίπεδωση
- καταστροφική
- συντριπτικός
- φανταστικός
- εντυπωσιακός
- κατεδάφιση
- καταστρεπτικός
- αποσυναρμολόγηση
- χτυπάω κάτω
- κονιορτοποίηση
- Κατεβάζω
- εκρήγνυται
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- αποσύνδεσης
- διαιρών
- Εκρηκτικό
- εξομάλυνση
- ισοπέδωση
- ισοπέδωση
- διαχωρίζοντας
- αποσυναρμολόγηση
- κατεδάφιση
- καταστροφικός
- διαχωρισμός
- διαχωριστικός
Nearest Words of confecting
Definitions and Meaning of confecting in English
confecting
prepare, to put together from varied material, preserve
FAQs About the word confecting
προετοιμασία ζαχαρωτών
prepare, to put together from varied material, preserve
συναρμολόγηση,κτίριο,ανεγείροντας,κατασκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας,σχεδιάζοντας,ίδρυση,κατασκευή,Μακιγιάζ
κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,καταστροφική,συντριπτικός,φανταστικός,εντυπωσιακός
confected => κατασκευασμένος, confabulating => συνομιλών, confabulated => σύγχυση, confabs => συναθροίσεις, confabbing => κουβεντιάζοντας,