Greek Meaning of confecting

προετοιμασία ζαχαρωτών

Other Greek words related to προετοιμασία ζαχαρωτών

Definitions and Meaning of confecting in English

confecting

prepare, to put together from varied material, preserve

FAQs About the word confecting

προετοιμασία ζαχαρωτών

prepare, to put together from varied material, preserve

συναρμολόγηση,κτίριο,ανεγείροντας,κατασκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας,σχεδιάζοντας,ίδρυση,κατασκευή,Μακιγιάζ

κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,καταστροφική,συντριπτικός,φανταστικός,εντυπωσιακός

confected => κατασκευασμένος, confabulating => συνομιλών, confabulated => σύγχυση, confabs => συναθροίσεις, confabbing => κουβεντιάζοντας,