Greek Meaning of piecing

κομμάτι

Other Greek words related to κομμάτι

Definitions and Meaning of piecing in English

Webster

piecing (p. pr. & vb. n.)

of Piece

FAQs About the word piecing

κομμάτι

of Piece

συναρμολόγηση,κτίριο,κατασκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας,σχεδιάζοντας,ανεγείροντας,ίδρυση,κατασκευή,Μακιγιάζ

κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,εξομάλυνση,ισοπέδωση,καταστροφική,συντριπτικός

piecework => κομμάτια, piecer => συνθέτης, piecener => αρμοστής, piecemealed => Τμηματικά, piecemeal => Τμηματικά,