Greek Meaning of piecing
κομμάτι
Other Greek words related to κομμάτι
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- κατασκευή
- κατασκευή
- Δημιουργώντας
- σχεδιάζοντας
- ανεγείροντας
- ίδρυση
- κατασκευή
- Μακιγιάζ
- κατασκευή
- ανατροφή
- ανατροφή
- προετοιμασία ζαχαρωτών
- παραγωγική
- Συναρμολόγηση
- ρύθμιση
- αρχή
- Ξυλουργική
- συνδυάζοντας
- σχεδίαση
- μόρφωση
- Πατρότητα
- Σφυρηλάτηση
- ιδρυτικός
- Καδράρισμα
- δημιουργώντας
- σφυρηλάτηση
- φανταζόμενος
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- μούχλα
- οργάνωση
- προερχόμενος
- ανοικοδόμηση
- διαμόρφωση
- συνένωση
- νομισματοκοπία
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- συγκροτούν
- επινοώντας
- μαγείρεμα
- χειροτεχνία
- Προκατασκευασμένος
- Βάζοντας
- επανασυναρμολόγηση
- ανακατασκευή
- Αναδόμηση
- ανακατασκευάζοντας
- Ανακαίνιση
- σκέψη (πάνω)
- Εμετός
- κατεδάφιση
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- αποσυναρμολόγηση
- αποσυναρμολόγηση
- επίπεδωση
- εξομάλυνση
- ισοπέδωση
- καταστροφική
- συντριπτικός
- φανταστικός
- εντυπωσιακός
- κατεδάφιση
- καταστρεπτικός
- αποσυναρμολόγηση
- χτυπάω κάτω
- κατεδάφιση
- κονιορτοποίηση
- Κατεβάζω
- εκρήγνυται
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- αποσύνδεσης
- διαιρών
- Εκρηκτικό
- ισοπέδωση
- διαχωρίζοντας
- αποσυναρμολόγηση
- καταστροφικός
- διαχωρισμός
- διαχωριστικός
Nearest Words of piecing
- pied => πόδια
- pied lemming => Pied lemming
- pied piper => Χαμελάιν
- pied piper of hamelin => Ο Ποντικός Έλληνας
- pied-a-terre => Δεύτερη κατοικία
- pied-billed grebe => Βουτηχτάρι
- piedmont => πρόποδες
- piedmont glacier => Παγετώνας προποδιών
- piedmont type of glacier => Παγετώνας Πίεδمونτ
- piedmontite => Πιεμοντίτης
Definitions and Meaning of piecing in English
piecing (p. pr. & vb. n.)
of Piece
FAQs About the word piecing
κομμάτι
of Piece
συναρμολόγηση,κτίριο,κατασκευή,κατασκευή,Δημιουργώντας,σχεδιάζοντας,ανεγείροντας,ίδρυση,κατασκευή,Μακιγιάζ
κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,εξομάλυνση,ισοπέδωση,καταστροφική,συντριπτικός
piecework => κομμάτια, piecer => συνθέτης, piecener => αρμοστής, piecemealed => Τμηματικά, piecemeal => Τμηματικά,