Greek Meaning of carpentering
Ξυλουργική
Other Greek words related to Ξυλουργική
- συναρμολόγηση
- κτίριο
- ανεγείροντας
- κατασκευή
- μόρφωση
- Σφυρηλάτηση
- Καδράρισμα
- σφυρηλάτηση
- κατασκευή
- μούχλα
- κομμάτι
- ανατροφή
- διαμόρφωση
- κατασκευή
- Δημιουργώντας
- χειροτεχνία
- παραγωγική
- αρχή
- σχεδιάζοντας
- σχεδίαση
- ίδρυση
- Πατρότητα
- ιδρυτικός
- δημιουργώντας
- εγκαινιάζοντας
- έναρξη
- καινοτόμος
- Εγκαθιδρύοντας
- εφεύρεση
- κατασκευή
- Μακιγιάζ
- οργάνωση
- προερχόμενος
- ανατροφή
- ανοικοδόμηση
- νομισματοκοπία
- συλλαμβάνω
- παρασκευάζω
- προετοιμασία ζαχαρωτών
- επινοώντας
- Προκατασκευασμένος
- Βάζοντας
- επανασυναρμολόγηση
- ανακατασκευή
- Ανακαίνιση
- ρύθμιση
- συνδυάζοντας
- φανταζόμενος
- Κακοτεχνία
- συνένωση
- συγκροτούν
- μαγείρεμα
- Αναδόμηση
- ανακατασκευάζοντας
- στήσιμο (πάνω)
- σκέψη (πάνω)
- Εμετός
- κατεδάφιση
- Καταστροφικός
- καταστροφικός
- αποσυναρμολόγηση
- αποσυναρμολόγηση
- επίπεδωση
- εξομάλυνση
- ισοπέδωση
- ισοπέδωση
- καταστροφική
- φανταστικός
- εντυπωσιακός
- κατεδάφιση
- καταστρεπτικός
- αποσυναρμολόγηση
- χτυπάω κάτω
- κατεδάφιση
- κονιορτοποίηση
- Κατεβάζω
- εκρήγνυται
- αποσπώντας
- αποσύνδεσης
- διαιρών
- Εκρηκτικό
- διαχωρίζοντας
- συντριπτικός
- αποσυναρμολόγηση
- καταστροφικός
- αποσύνδεσης
- διαχωρισμός
- διαχωριστικός
Nearest Words of carpentering
- carpenter's hammer => Σφυρί ξυλουργού
- carpenter's kit => Εργαλειοθήκη ξυλουργού
- carpenter's level => μεζούρα
- carpenter's mallet => σφυρί του ξυλουργού
- carpenter's plane => ρούχανο
- carpenter's rule => Μετροταινία
- carpenter's saw => Πριόνι
- carpenter's square => Γωνία ξυλουργού
- carpentry => ξυλουργική
- carper => γκρινιάρης
Definitions and Meaning of carpentering in English
carpentering (n.)
The occupation or work of a carpenter; the act of working in timber; carpentry.
FAQs About the word carpentering
Ξυλουργική
The occupation or work of a carpenter; the act of working in timber; carpentry.
συναρμολόγηση,κτίριο,ανεγείροντας,κατασκευή,μόρφωση,Σφυρηλάτηση,Καδράρισμα,σφυρηλάτηση,κατασκευή,μούχλα
κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,εξομάλυνση,ισοπέδωση,ισοπέδωση,καταστροφική
carpenteria californica => carpinteria californica, carpenteria => Ξυλουργική, carpenter bee => Ξυλουργός μέλισσα, carpenter ant => ξυλοφάγος μυρμήγκι, carpenter => ξυλουργός,