Greek Meaning of carpentering

Ξυλουργική

Other Greek words related to Ξυλουργική

Definitions and Meaning of carpentering in English

Webster

carpentering (n.)

The occupation or work of a carpenter; the act of working in timber; carpentry.

FAQs About the word carpentering

Ξυλουργική

The occupation or work of a carpenter; the act of working in timber; carpentry.

συναρμολόγηση,κτίριο,ανεγείροντας,κατασκευή,μόρφωση,Σφυρηλάτηση,Καδράρισμα,σφυρηλάτηση,κατασκευή,μούχλα

κατεδάφιση,Καταστροφικός,καταστροφικός,αποσυναρμολόγηση,αποσυναρμολόγηση,επίπεδωση,εξομάλυνση,ισοπέδωση,ισοπέδωση,καταστροφική

carpenteria californica => carpinteria californica, carpenteria => Ξυλουργική, carpenter bee => Ξυλουργός μέλισσα, carpenter ant => ξυλοφάγος μυρμήγκι, carpenter => ξυλουργός,