Greek Meaning of engendered

προικισμένος

Other Greek words related to προικισμένος

Definitions and Meaning of engendered in English

Webster

engendered (imp. & p. p.)

of Engender

FAQs About the word engendered

προικισμένος

of Engender

έφερε,προκαλείται,παραχθεί,σφυρηλατημένο,δημιούργησε,παραγόμενος,προτρέπονται,γεννήθηκε,γέννησε,γέννησε

ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,υγρός,παρεμποδισμένο,περιορισμένος,ακυρώθηκε,καταπιεσμένος,περιορισμένος,πνιγμένος,πνιγηρός

engender => προκαλώ, engels => Άγγλοι, engelmann's spruce => Ελάτη του Engelmann, engelmannia => Engelmannia, engelmann spruce => Ερυθρελάτη του Ένγκελμαν,