Greek Meaning of occasioned

προκαλεσμένος

Other Greek words related to προκαλεσμένος

Definitions and Meaning of occasioned in English

Webster

occasioned (imp. & p. p.)

of Occasion

FAQs About the word occasioned

προκαλεσμένος

of Occasion

έφερε,προκαλείται,παραχθεί,σφυρηλατημένο,δημιούργησε,προτρέπονται,έκανε,εκτελεσμένο,προικισμένος,επαγόμενος

παρεμποδισμένο,περιορισμένος,περιορισμένος,καταπιεσμένη,συλληφθείς,επιλεγμένο,ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,υγρός,κατεστραμμένος

occasionate => περιστασιακός, occasionally => περιστασιακά, occasionality => περιστασιακότητα, occasionalism => Οκκασιαλισμός, occasional => περιστασιακός,