Greek Meaning of resulted (in)

είχε ως αποτέλεσμα

Other Greek words related to είχε ως αποτέλεσμα

Definitions and Meaning of resulted (in) in English

resulted (in)

to cause (something) to happen, to produce (something) as a result

FAQs About the word resulted (in)

είχε ως αποτέλεσμα

to cause (something) to happen, to produce (something) as a result

έφερε,προκαλείται,παραχθεί,δημιούργησε,προτρέπονται,γεννήθηκε,έκανε,εκτελεσμένο,προικισμένος,επαγόμενος

παρεμποδισμένο,περιορισμένος,βάλω κάτω,περιορισμένος,καταπιεσμένη,συλληφθείς,επιλεγμένο,ελεγχόμενος,θρυμματισμένος,υγρός

resultants => συνισταμένες, result (in) => αποτέλεσμα (σε), restyling => αναδιαμόρφωση, restyled => επανασχεδιασμένος, restyle => Ανασχεδιασμός,