Greek Meaning of restuffed
Ξαναγεμισμένο
Other Greek words related to Ξαναγεμισμένο
Nearest Words of restuffed
Definitions and Meaning of restuffed in English
restuffed
to stuff (something) again
FAQs About the word restuffed
Ξαναγεμισμένο
to stuff (something) again
επανασυσκευασμένο,σφραγισμένος,Σφραγισμένο,αδιαβροχοποιημένος,ραγισμένο,βουλωμένο,κλειστό,συνωστισμένος,γεμάτος,εμπόδισαν
εκσκαμμένο,κούφιος (έξω),σκαμμένο (έξω),σκαμμένο,φτυαρισμένο
restuff => γεμίζω ξανά, restudying => ανασκόπηση, restudy => επανεξέταση, rests => ξεκουράζεται, restrooms => τουαλέτες,