Greek Meaning of sealed
σφραγισμένος
Other Greek words related to σφραγισμένος
Nearest Words of sealed
- sealed instrument => Σφραγισμένο έγγραφο
- sealer => σφραγιστήρας
- sea-lettuce family => Οικογένεια θαλασσινού μαρουλιού
- sea-level => στάθμη της θάλασσας
- sea-level pressure => Βαρομετρική πίεση σε επίπεδο θάλασσας
- sealgh => Φώκια
- sealing => σφράγιση
- sealing material => υλικό σφράγισης
- sealing wax => σφραγιστικό κερί
- sealskin => δέρμα φώκιας
Definitions and Meaning of sealed in English
sealed (a)
established irrevocably
closed or secured with or as if with a seal
sealed (s)
undisclosed for the time being
determined irrevocably
having been paved
covered with a waterproof coating
(of walls) covered with a coat of plaster
sealed (imp. & p. p.)
of Seal
FAQs About the word sealed
σφραγισμένος
established irrevocably, closed or secured with or as if with a seal, undisclosed for the time being, determined irrevocably, having been paved, covered with a
συσσωρευμένος,Παντζάρια,ψαρεμένο,συλλεγμένοι,συγκομίστηκε,διάλεξε,θερίζω,γαρίδες,σακουλιασμένος,αιχμαλωτισμένος
φυτεμένος,με σπόρους,σπαρμένος
seal-brown => καστανό της φώκιας, sea-lavender family => Οικογένεια δεντρολίβανων, sealant => Σφραγιστικό, seal ring => Σφραγιδόπετρα, seal oil => Φωκινελαιο,