Greek Meaning of sealskin
δέρμα φώκιας
Other Greek words related to δέρμα φώκιας
- δέρμα αρκούδας
- Κάστορας
- Δέρμα μοσχαριού
- Γούνα από ρακούν
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- Ερμίνα
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- καρακούλ
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- νυφίτσα
- βιζόν
- Ενυδρίδα
- Χοιρινή πέτσα
- Λαγός
- ωμό δέρμα
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- πρόβατο
- Δέρμα προβάτου
- δέρμα φιδιού
- ασβός
- γαμούζα
- Τσιντσιλά
- Δέρμα αγελάδας
- ψαράς
- μαλλί πρόβατου
- αλεπού
- Γούνα
- Σαμουρόγλωσσα
- Δέρμα
- πρόβατο
- βιζόν
- Γούνα
- περσικό αρνί
- Rakún
- Ρακούν
- κουνάβι
- αλιγάτορας
- κροκόδειλος
- κρύβω
- Μαρόκο
- Βερνικωμένο δέρμα
- δέρμα
- Νυέδα
Nearest Words of sealskin
- sealing wax => σφραγιστικό κερί
- sealing material => υλικό σφράγισης
- sealing => σφράγιση
- sealgh => Φώκια
- sea-level pressure => Βαρομετρική πίεση σε επίπεδο θάλασσας
- sea-level => στάθμη της θάλασσας
- sea-lettuce family => Οικογένεια θαλασσινού μαρουλιού
- sealer => σφραγιστήρας
- sealed instrument => Σφραγισμένο έγγραφο
- sealed => σφραγισμένος
Definitions and Meaning of sealskin in English
sealskin (n)
the pelt or fur (especially the underfur) of a seal
a garment (as a jacket or coat or robe) made of sealskin
sealskin (n.)
The skin of a seal; the pelt of a seal prepared for use, esp. of the fur seal; also, a garment made of this material.
FAQs About the word sealskin
δέρμα φώκιας
the pelt or fur (especially the underfur) of a seal, a garment (as a jacket or coat or robe) made of sealskinThe skin of a seal; the pelt of a seal prepared for
δέρμα αρκούδας,Κάστορας,Δέρμα μοσχαριού,Γούνα από ρακούν,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,Ερμίνα,δέρμα κατσίκας,δέρμα αλόγου,καρακούλ
No antonyms found.
sealing wax => σφραγιστικό κερί, sealing material => υλικό σφράγισης, sealing => σφράγιση, sealgh => Φώκια, sea-level pressure => Βαρομετρική πίεση σε επίπεδο θάλασσας,