Greek Meaning of otter
Ενυδρίδα
Other Greek words related to Ενυδρίδα
- ασβός
- Κάστορας
- γαμούζα
- Τσιντσιλά
- Ερμίνα
- ψαράς
- αλεπού
- νυφίτσα
- βιζόν
- βιζόν
- Γούνα
- Λαγός
- Rakún
- Ρακούν
- κουνάβι
- φώκια
- αλιγάτορας
- δέρμα αρκούδας
- Δέρμα μοσχαριού
- Γούνα από ρακούν
- κροκόδειλος
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- μαλλί πρόβατου
- Γούνα
- δέρμα κατσίκας
- κρύβω
- δέρμα αλόγου
- καρακούλ
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- Δέρμα
- περσικό αρνί
- Χοιρινή πέτσα
- ωμό δέρμα
- δέρμα φώκιας
- Δέρμα καρχαρία
- πρόβατο
- Δέρμα προβάτου
- δέρμα
- δέρμα φιδιού
- Δέρμα αγελάδας
- Σαμουρόγλωσσα
- Μαρόκο
- πρόβατο
- Βερνικωμένο δέρμα
- Νυέδα
Nearest Words of otter
Definitions and Meaning of otter in English
otter (n)
the fur of an otter
freshwater carnivorous mammal having webbed and clawed feet and dark brown fur
otter (n.)
Any carnivorous animal of the genus Lutra, and related genera. Several species are described. They have large, flattish heads, short ears, and webbed toes. They are aquatic, and feed on fish. Their fur is soft and valuable. The common otter of Europe is Lutra vulgaris; the American otter is L. Canadensis; other species inhabit South America and Asia.
The larva of the ghost moth. It is very injurious to hop vines.
A corruption of Annotto.
FAQs About the word otter
Ενυδρίδα
the fur of an otter, freshwater carnivorous mammal having webbed and clawed feet and dark brown furAny carnivorous animal of the genus Lutra, and related genera
ασβός,Κάστορας,γαμούζα,Τσιντσιλά,Ερμίνα,ψαράς,αλεπού,νυφίτσα,βιζόν,βιζόν
No antonyms found.
ottawas => Οτάβας, ottawa river => Ποταμός Οτάβα, ottawa => Οττάβα, ottava rima => Οκτάβα, ottar => αιθέριο έλαιο,