Greek Meaning of sheepskin
Δέρμα προβάτου
Other Greek words related to Δέρμα προβάτου
- αλιγάτορας
- αντιλόπη
- Δέρμα μοσχαριού
- γαμούζα
- Παλτό
- Δέρμα αγελάδας
- κροκόδειλος
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- μαλλί πρόβατου
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- Παιδί
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- Μαρόκο
- Γούνα
- Χοιρινή πέτσα
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- δέρμα φιδιού
- Κατσικίσιο δέρμα
- κάπα
- κορδονάν
- Γούνα
- Δέρμα
- στρουθοκάμηλος
- Βερνικωμένο δέρμα
- Νυέδα
- κρύβω
- Νουμπούκ
- δέρμα
Nearest Words of sheepskin
- sheep-shearing => κούρεμα προβάτων
- sheepshearing => κούρεμα προβάτων
- sheep-shearer => Κουρευτής προβάτων
- sheepshead porgy => Ντοράδο
- sheepshead => Γοφάρι
- sheepshank => προστεθεμένος κόμπος
- sheep's-foot => πόδι προβάτου
- sheep's-eye => πρόβατο μάτι
- sheep's sorrel => ξυνήθρα
- sheep's fescue => Φεστούκα η προβατοειδής
Definitions and Meaning of sheepskin in English
sheepskin (n)
tanned skin of a sheep with the fleece left on; used for clothing
skin of a sheep or goat prepared for writing on
a document certifying the successful completion of a course of study
sheepskin (n.)
The skin of a sheep; or, leather prepared from it.
A diploma; -- so called because usually written or printed on parchment prepared from the skin of the sheep.
FAQs About the word sheepskin
Δέρμα προβάτου
tanned skin of a sheep with the fleece left on; used for clothing, skin of a sheep or goat prepared for writing on, a document certifying the successful complet
αλιγάτορας,αντιλόπη,Δέρμα μοσχαριού,γαμούζα,Παλτό,Δέρμα αγελάδας,κροκόδειλος,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,μαλλί πρόβατου
No antonyms found.
sheep-shearing => κούρεμα προβάτων, sheepshearing => κούρεμα προβάτων, sheep-shearer => Κουρευτής προβάτων, sheepshead porgy => Ντοράδο, sheepshead => Γοφάρι,