Greek Meaning of capeskin
κάπα
Other Greek words related to κάπα
- αλιγάτορας
- αντιλόπη
- Δέρμα μοσχαριού
- γαμούζα
- Παλτό
- κροκόδειλος
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- μαλλί πρόβατου
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- Παιδί
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- Μαρόκο
- στρουθοκάμηλος
- Βερνικωμένο δέρμα
- Γούνα
- Χοιρινή πέτσα
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- Δέρμα προβάτου
- δέρμα φιδιού
- Κατσικίσιο δέρμα
- κορδονάν
- Δέρμα αγελάδας
- Γούνα
- Νυέδα
- κρύβω
- Δέρμα
- Νουμπούκ
- δέρμα
Nearest Words of capeskin
- capeskins => κάπες
- capitalists => Καπιταλιστές
- capitalize (on) => εκμεταλλεύομαι (την ευκαιρία)
- capitalized (on) => εκμεταλλευόμενος (σε)
- capitalizing (on) => κεφαλαιοποίηση (επί)
- capitals => πρωτεύουσες
- capitations => τεκμήρια
- capitulate (to) => παραδίδομαι (σε)
- capitulated (to) => παραδόθηκε (σε)
- capitulating (to) => παραδίδομαι (σε)
Definitions and Meaning of capeskin in English
capeskin
a light flexible leather made from sheepskins with the natural grain retained and used especially for gloves and garments
FAQs About the word capeskin
κάπα
a light flexible leather made from sheepskins with the natural grain retained and used especially for gloves and garments
αλιγάτορας,αντιλόπη,Δέρμα μοσχαριού,γαμούζα,Παλτό,κροκόδειλος,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,μαλλί πρόβατου,δέρμα κατσίκας
No antonyms found.
capes => ακρωτήρια, capers => κάπαρη, capelet => Μανδύας, caparisons => σκέπασμα αλόγου, cap in hand => με το καπέλο στο χέρι,