Greek Meaning of cap (off)
Καπάκι (ανοιγμένο)
Other Greek words related to Καπάκι (ανοιγμένο)
Nearest Words of cap (off)
Definitions and Meaning of cap (off) in English
cap (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word cap (off)
Καπάκι (ανοιγμένο)
ολοκληρωμένο,Συμπεραίνουμε,στέμμα,κορυφώνομαι,τέλος,κορύφωση,γύρος (εκτός ή εκτός),περίληψη,τερματισμός
No antonyms found.
canyons => φαράγγια, canvasses => καμβάδες, canvasing => Καμβάς, canvases => καμβάδες, canvaser => πωλητής,