Greek Meaning of capitalize (on)
εκμεταλλεύομαι (την ευκαιρία)
Other Greek words related to εκμεταλλεύομαι (την ευκαιρία)
Nearest Words of capitalize (on)
- capitalized (on) => εκμεταλλευόμενος (σε)
- capitalizing (on) => κεφαλαιοποίηση (επί)
- capitals => πρωτεύουσες
- capitations => τεκμήρια
- capitulate (to) => παραδίδομαι (σε)
- capitulated (to) => παραδόθηκε (σε)
- capitulating (to) => παραδίδομαι (σε)
- capotes => κάπες
- capped (off) => με μέγιστο όριο (απενεργοποιημένο)
- capriccios => καπρίτσια
Definitions and Meaning of capitalize (on) in English
capitalize (on)
to get an advantage from (something, such as an event or situation)
FAQs About the word capitalize (on)
εκμεταλλεύομαι (την ευκαιρία)
to get an advantage from (something, such as an event or situation)
Κακοποίηση,εκμεταλλεύομαι,εκμεταλλεύομαι,επιβάλλω (σε ή πάνω σε),μόχλευση,χειρίζομαι,παίζω (πάνω ή πάνω),εμπορίου,χρήση,κομπάρσος
No antonyms found.
capitalists => Καπιταλιστές, capeskins => κάπες, capeskin => κάπα, capes => ακρωτήρια, capers => κάπαρη,