Greek Meaning of capped (off)
με μέγιστο όριο (απενεργοποιημένο)
Other Greek words related to με μέγιστο όριο (απενεργοποιημένο)
Nearest Words of capped (off)
- capotes => κάπες
- capitulating (to) => παραδίδομαι (σε)
- capitulated (to) => παραδόθηκε (σε)
- capitulate (to) => παραδίδομαι (σε)
- capitations => τεκμήρια
- capitals => πρωτεύουσες
- capitalizing (on) => κεφαλαιοποίηση (επί)
- capitalized (on) => εκμεταλλευόμενος (σε)
- capitalize (on) => εκμεταλλεύομαι (την ευκαιρία)
- capitalists => Καπιταλιστές
Definitions and Meaning of capped (off) in English
capped (off)
No definition found for this word.
FAQs About the word capped (off)
με μέγιστο όριο (απενεργοποιημένο)
ολοκληρωμένο,κατέληξε,στέφθηκε,κορυφώθηκε,τελειωμένος,κορυφώθηκε,Στρογγυλεύω,τυλιγμένο,λήξη
No antonyms found.
capotes => κάπες, capitulating (to) => παραδίδομαι (σε), capitulated (to) => παραδόθηκε (σε), capitulate (to) => παραδίδομαι (σε), capitations => τεκμήρια,