FAQs About the word culminated

κορυφώθηκε

to rise to or form a summit, to reach the highest or a climactic or decisive point, to be directly overhead, to bring to a head or to the highest point, to reac

κορυφώθηκε,ολοκληρωμένο,κατέληξε,στέφθηκε,τελειωμένος,με μέγιστο όριο (απενεργοποιημένο),Στρογγυλεύω,λήξη,τυλιγμένο

No antonyms found.

culling => Εκκαθάριση, culled => επιλεγμένο, culinarian => μάγειρας, μαγείρισσα, cul-de-sacs => Αδιέξοδα, cul-de-sac => Αδιέξοδο,