Greek Meaning of cordovan
κορδονάν
Other Greek words related to κορδονάν
- αλιγάτορας
- αντιλόπη
- Δέρμα μοσχαριού
- γαμούζα
- Παλτό
- Δέρμα αγελάδας
- κροκόδειλος
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- Παιδί
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- Μαρόκο
- στρουθοκάμηλος
- Χοιρινή πέτσα
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- Δέρμα προβάτου
- δέρμα φιδιού
- Νυέδα
- Κατσικίσιο δέρμα
- κάπα
- μαλλί πρόβατου
- Γούνα
- Δέρμα
- Βερνικωμένο δέρμα
- Γούνα
- κρύβω
- Νουμπούκ
- δέρμα
Nearest Words of cordovan
Definitions and Meaning of cordovan in English
cordovan (n)
a fine leather originally made in Cordoba, Spain
FAQs About the word cordovan
κορδονάν
a fine leather originally made in Cordoba, Spain
αλιγάτορας,αντιλόπη,Δέρμα μοσχαριού,γαμούζα,Παλτό,Δέρμα αγελάδας,κροκόδειλος,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,δέρμα κατσίκας
No antonyms found.
cordova => Κόρδοβα, cordon off => Αποκλείω, cordon bleu => Κόρντον μπλε, cordon => κλοιός, cordoba => Κόρδοβα,