Greek Meaning of suede
Νυέδα
Other Greek words related to Νυέδα
- αλιγάτορας
- αντιλόπη
- Δέρμα μοσχαριού
- γαμούζα
- Παλτό
- Δέρμα αγελάδας
- κροκόδειλος
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- μαλλί πρόβατου
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- Παιδί
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- Μαρόκο
- Νουμπούκ
- Βερνικωμένο δέρμα
- Χοιρινή πέτσα
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- Δέρμα προβάτου
- δέρμα φιδιού
- Κατσικίσιο δέρμα
- κορδονάν
- Γούνα
- Δέρμα
- στρουθοκάμηλος
- Γούνα
- κάπα
- κρύβω
- δέρμα
Nearest Words of suede
Definitions and Meaning of suede in English
suede (n)
leather with a napped surface
a fabric made to resemble suede leather
suede (n.)
Swedish glove leather, -- usually made from lambskins tanned with willow bark. Also used adjectively; as, suede gloves.
FAQs About the word suede
Νυέδα
leather with a napped surface, a fabric made to resemble suede leatherSwedish glove leather, -- usually made from lambskins tanned with willow bark. Also used a
αλιγάτορας,αντιλόπη,Δέρμα μοσχαριού,γαμούζα,Παλτό,Δέρμα αγελάδας,κροκόδειλος,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,μαλλί πρόβατου
No antonyms found.
sue => μηνύω, sudsy => αφρώδης, suds => αφρός, sudorific => ιδρωταγωγό, sudoriferous gland => Ιδρωνοποιός αδένας,