Greek Meaning of bearskin
δέρμα αρκούδας
Other Greek words related to δέρμα αρκούδας
- ασβός
- Κάστορας
- Δέρμα μοσχαριού
- Γούνα από ρακούν
- δέρμα ελαφιού
- δέρμα ελαφιού
- Ερμίνα
- δέρμα κατσίκας
- δέρμα αλόγου
- καρακούλ
- δέρμα εριφίου
- δέρμα αρνιού
- νυφίτσα
- βιζόν
- Χοιρινή πέτσα
- Λαγός
- ωμό δέρμα
- δέρμα φώκιας
- πρόβατο
- Δέρμα προβάτου
- γαμούζα
- Τσιντσιλά
- Δέρμα αγελάδας
- ψαράς
- μαλλί πρόβατου
- αλεπού
- Σαμουρόγλωσσα
- Δέρμα
- πρόβατο
- βιζόν
- Ενυδρίδα
- Γούνα
- περσικό αρνί
- Rakún
- Ρακούν
- κουνάβι
- φώκια
- Δέρμα καρχαρία
- δέρμα φιδιού
- αλιγάτορας
- κροκόδειλος
- Γούνα
- κρύβω
- Μαρόκο
- Βερνικωμένο δέρμα
- δέρμα
- Νυέδα
Nearest Words of bearskin
Definitions and Meaning of bearskin in English
bearskin (n)
the pelt of a bear (sometimes used as a rug)
tall hat; worn by some British soldiers on ceremonial occasions
bearskin (n.)
The skin of a bear.
A coarse, shaggy, woolen cloth for overcoats.
A cap made of bearskin, esp. one worn by soldiers.
FAQs About the word bearskin
δέρμα αρκούδας
the pelt of a bear (sometimes used as a rug), tall hat; worn by some British soldiers on ceremonial occasionsThe skin of a bear., A coarse, shaggy, woolen cloth
ασβός,Κάστορας,Δέρμα μοσχαριού,Γούνα από ρακούν,δέρμα ελαφιού,δέρμα ελαφιού,Ερμίνα,δέρμα κατσίκας,δέρμα αλόγου,καρακούλ
No antonyms found.
bear-sized => μεγέθους αρκούδας, bear's-foot => Άρκτος πόδας, bear's-ear => αυτί αρκούδας, bear's-breech => Άκανθος, bear's grape => Άρκτιος στάφυλος,