FAQs About the word shovelled

φτυαρισμένο

of Shovel

σκάβω,εκσκαμμένο,εκβαθυσμένος,σκαμμένο,αρπάγη,εμβαθύνθηκε,σκάψιμο,ξεθάφτηκε,εξορυσσόμενο,λατομημένο

γεμάτος (σε),λείανση (έξω ή πάνω)

shoveling => φτυάρισμα, shovelhead => Σόβελ, shovelfuls => φτυαριές, shovelful => φτυαριά, shoveler => φτυάρι,