Greek Meaning of dredged

εκβαθυσμένος

Other Greek words related to εκβαθυσμένος

Definitions and Meaning of dredged in English

Webster

dredged (imp. & p. p.)

of Dredge

FAQs About the word dredged

εκβαθυσμένος

of Dredge

χτενισμένο,βρέθηκε,Σκαλισμένο,Σαρωμένο,searched,εξετασμένος,Ανακαλύφθηκε,εξετασθεί,εξερευνηθεί,επιθεωρήθηκε

εγκαταλελειμμένος,χαμένος,Κρυμμένος,παραμελημένος

dredge up => ανασκάπτω, dredge => εκβάθυνση, dred scott => Ντρέντ Σκοτ, dreck => βρωμιά, drecche => συνομιλία,