Greek Meaning of sorted (through)

ταξινομημένο (μέσω)

Other Greek words related to ταξινομημένο (μέσω)

Definitions and Meaning of sorted (through) in English

sorted (through)

to look at things and put them in a particular order especially while searching for something

FAQs About the word sorted (through)

ταξινομημένο (μέσω)

to look at things and put them in a particular order especially while searching for something

χτενισμένο,σκάφτηκε (μέσα από),βρέθηκε,κυνηγημένος (μέσα από),Σαρωμένο,searched,ελέγχθηκε (έξω),εκβαθυσμένος,εξετασθεί,εξερευνηθεί

εγκαταλελειμμένος,χαμένος,Κρυμμένος,παραμελημένος

sort (through) => ταξινομήστε (μέσα από), sorrows (for) => λύπες (για), sorrows => Λύπες, sorrowing (for) => θλίψη (για), sorrowed (for) => λυπημένος (για),