Greek Meaning of glanced (over)
κοίταξε (πάνω από)
Other Greek words related to κοίταξε (πάνω από)
- κοίταξε
- εντοπισμένο (κάτω)
- διαπιστώθηκε
- περιηγήθηκα
- ανιχνευμένο
- αποφασισμένος
- Ανακαλύφθηκε
- εξερευνηθεί
- βρέθηκε
- μαθημένος
- τοποθετημένος
- μελετήθηκαν
- Σφοδρές μάχες
- μελετήθηκε
- ελέγχθηκε (έξω)
- ξετρυπώνω
- ανακάλυψε
- λασπωμένος
- έκοψε (γύρω)
- εξετάστηκε
- αναμενόμενος
- έτρεξε κάτω
- ελεγμένο
- χτενισμένο
- περιγράφεται
- εκβαθυσμένος
- εξετασθεί
- πήρα
- επιθεωρήθηκε
- εξετάστηκε
- Σκαλισμένο
- λεηλατημένο
- αυλακωμένο
- ψάχνω
- Σαρωμένο
- καθαρισμένο
- εξετάστηκε
- searched
- τρολαρίστηκε
- σκάφτηκε (μέσα από)
- κυνηγημένος (μέσα από)
- Χαϊδεύτηκε
- εξεταστείσα
- φοβισμένος
- δόνηση
- ρίχνω μια ματιά
- ταξινομημένο (μέσω)
- εξετασμένος
Nearest Words of glanced (over)
- glanced (at) => κοίταξε (επί)
- glanced (at or over) => ρίχνω μια ματιά (σε ή πάνω από)
- glance (over) => ματιά
- glance (at) => ρίχνω μια ματιά (σε)
- glance (at or over) => ματιά (σε ή πάνω από)
- glamours => γοητευτική
- glamour-puss => Γοητευτική γάτα
- glamourizing => μακιγιάζ
- glamourized => λαμπερός
- glamoured (up) => γοητευτική (ντυμένη)
Definitions and Meaning of glanced (over) in English
glanced (over)
No definition found for this word.
FAQs About the word glanced (over)
κοίταξε (πάνω από)
κοίταξε,εντοπισμένο (κάτω),διαπιστώθηκε,περιηγήθηκα,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,Ανακαλύφθηκε,εξερευνηθεί,βρέθηκε,μαθημένος
εγκαταλελειμμένος,Κρυμμένος,χαμένος,παραμελημένος
glanced (at) => κοίταξε (επί), glanced (at or over) => ρίχνω μια ματιά (σε ή πάνω από), glance (over) => ματιά, glance (at) => ρίχνω μια ματιά (σε), glance (at or over) => ματιά (σε ή πάνω από),