Greek Meaning of located

τοποθετημένος

Other Greek words related to τοποθετημένος

Definitions and Meaning of located in English

Wordnet

located (s)

situated in a particular spot or position

Webster

located (imp. & p. p.)

of Locate

FAQs About the word located

τοποθετημένος

situated in a particular spot or positionof Locate

Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,μαθημένος,διαπιστώθηκε,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,εκθαλαμμένο (προς τα πάνω),ανασκαμμένο,ανασκαμμένο,ανακάλυψε

χαμένος,έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,τυχαίνω,εκτοπισμένο,Λάθος ρύθμιση,παράβαση

locate => εντοπίζω, locao => τρελός, locally => τοπικά, localizing => εντοπισμός, localized => τοπικοποιημένο,