Greek Meaning of dredged (up)

εκθαλαμμένο (προς τα πάνω)

Other Greek words related to εκθαλαμμένο (προς τα πάνω)

Definitions and Meaning of dredged (up) in English

dredged (up)

to start talking or thinking again about (something unpleasant that happened a long time ago)

FAQs About the word dredged (up)

εκθαλαμμένο (προς τα πάνω)

to start talking or thinking again about (something unpleasant that happened a long time ago)

Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,κυνηγημένος,μαθημένος,τοποθετημένος,διαπιστώθηκε,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,ανασκαμμένο,ανασκαμμένο

έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,χαμένος,εκτοπισμένο,Λάθος ρύθμιση,τυχαίνω,παράβαση

dredge (up) => εκβάζω, dreams => Όνειρα, dreamboats => Πλοία των ονείρων, dreamboat => Καράβι των ονείρων, dreads => Ντρέντλοκ,