Greek Meaning of dug up

ανασκαμμένο

Other Greek words related to ανασκαμμένο

Definitions and Meaning of dug up in English

dug up

find, unearth

FAQs About the word dug up

ανασκαμμένο

find, unearth

Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,μαθημένος,τοποθετημένος,διαπιστώθηκε,ανιχνευμένο,αποφασισμένος,εκθαλαμμένο (προς τα πάνω),ανασκαμμένο,ανακάλυψε

έχασε,παραβλεπόμενος,παρέλειψε,χαμένος,τυχαίνω,εκτοπισμένο,Λάθος ρύθμιση,παράβαση

dug out => ανασκαμμένο, dug in => σκάψιμο, dug (through) => σκάφτηκε (μέσα από), dug (into) => σκάβω (μέσα σε), dug (away) => σκαμμένος (μακριά),