Greek Meaning of ascertained
διαπιστώθηκε
Other Greek words related to διαπιστώθηκε
Nearest Words of ascertained
Definitions and Meaning of ascertained in English
ascertained (s)
discovered or determined by scientific observation
ascertained (imp. & p. p.)
of Ascertain
FAQs About the word ascertained
διαπιστώθηκε
discovered or determined by scientific observationof Ascertain
Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,άκουσε,μαθημένος,πραγματοποιημένο,είδε,έπιασμενος,ανιχνευμένο,ανακάλυψε,ανέβηκε (σε)
έχασε,παραβλεπόμενος,κρυμμένο,καλυμμένος,ξέχασα,Κρυμμένος,σκεπασμένος,σβησμένο,Κρυμμένος,τυλιγμένος σε
ascertainable => διαπιστωτό, ascertain => Διαπιστώνω, ascent => ανάβαση, ascensive => ανοδικός, ascensional => ανοδικός,