Greek Meaning of ascetically

ασκητικά

Other Greek words related to ασκητικά

Definitions and Meaning of ascetically in English

Wordnet

ascetically (r)

in an ascetic manner

FAQs About the word ascetically

ασκητικά

in an ascetic manner

αμετάπειστος,αυταρχικός,απαιτητικός,σκληρός,μοναστικός,μοναστικός,αυστηρός,αμείλικτος,αυστηρός,απαιτητικός

φιλανθρωπικός,εύκολος,εύκολος,ευγενικός,ελεήμων,ήπιος,ασθενής,μαλακός,ανεπιτήδευτο,Αποδεκτός

ascetical => ασκητικός, ascetic => ασκητής, ascessant => απόστημα, ascesis => άσκηση, ascertainment => διαπίστωση.,