Greek Meaning of got on (to)

ανέβηκε (σε)

Other Greek words related to ανέβηκε (σε)

Definitions and Meaning of got on (to) in English

got on (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word got on (to)

ανέβηκε (σε)

έπιασμενος,Ανακαλύφθηκε,βρέθηκε,άκουσε,μαθημένος,πραγματοποιημένο,είδε,διαπιστώθηκε,ανακάλυψε,παίρνω αέρα

έχασε,παραβλεπόμενος,σβησμένο,κρυμμένο,καλυμμένος,ξέχασα,Κρυμμένος,σκεπασμένος,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος

got on => συνέχισε, got off (on) => Βγήκε (σε), got off => κατέβηκε, got in => μπήκε, got going => ξεκίνησε,