Greek Meaning of got off (on)

Βγήκε (σε)

Other Greek words related to Βγήκε (σε)

Definitions and Meaning of got off (on) in English

got off (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word got off (on)

Βγήκε (σε)

ευχαρίστηκα,Μου άρεσε,αγαπημένος,συνήθισε,πήγε για,λατρεμένος,ευχαριστημένος για,ήπιε (σε),σκέφθηκε,πήρε χρέωση από

αποτρόπαιος,μισητός,αντιπαθής,βδελυρός,καταδικασμένος,περιφρονημένος,περιφρονημένος

got off => κατέβηκε, got in => μπήκε, got going => ξεκίνησε, got even (for) => εκδικηθεί (σε κάποιον), got down => κατέβηκε,