Greek Meaning of cottoned (to)

αντιλαμβάνομαι (κάτι)

Other Greek words related to αντιλαμβάνομαι (κάτι)

Definitions and Meaning of cottoned (to) in English

cottoned (to)

to begin to like (someone or something)

FAQs About the word cottoned (to)

αντιλαμβάνομαι (κάτι)

to begin to like (someone or something)

λατρεμένος,ευχαρίστηκα,σκέφθηκε,προτιμότερος,απολάμβανε,επιλεγμένα,φρόντιζε (για),ευχαριστημένος για,αυλακωτός (σε),επικλινής (προς ή προς)

αποτρόπαιος,μισητός,αντιπαθής,απορριφθείς,απορριπτόμενος,απορρίφθηκε,αρνήθηκε,απορριφθεί,αποδοκιμασμένο,δεν άρεσε

cottoned (to or on to) => βαμβακερά (σε ή σε), cotton (to) => βαμβάκι (σε), cotton (to or on to) => (στο) βαμβάκι, cotters => Γύροι, cottars => κολίγοι,