Greek Meaning of cottoning (to)

διαισθάνομαι

Other Greek words related to διαισθάνομαι

Definitions and Meaning of cottoning (to) in English

cottoning (to)

to begin to like (someone or something)

FAQs About the word cottoning (to)

διαισθάνομαι

to begin to like (someone or something)

απολαμβάνοντας,φροντίδα (για),ευχαρίστηση (σε),απολαμβάνω,κεκαμμένος (προς ή προς),απολαμβάνοντας (κάτι),απολαμβάνοντας (σε),Επισημαίνοντας (έξω),Επιθυμία (για),λατρεύω

αποτρόπαιος,μειούμενη,δυσμενής,αποστροφή,αηδία,αρνούμαι,Απορριπτικός,πετώντας μακρυά,απόρριψη,βδελυρός

cottoning (to or on to) => Συνηθίζω, cottoned (to) => αντιλαμβάνομαι (κάτι), cottoned (to or on to) => βαμβακερά (σε ή σε), cotton (to) => βαμβάκι (σε), cotton (to or on to) => (στο) βαμβάκι,