Greek Meaning of cottoned (to or on to)
βαμβακερά (σε ή σε)
Other Greek words related to βαμβακερά (σε ή σε)
- εκτιμημένος
- έπιασμενος
- Κατάλαβα
- αποκρυπτογραφημένο
- άρπαξε
- ήξερε
- αναγνωρισμένος
- είδε
- έπεσε
- καταλαβαίνω
- συλληφθεί
- αφομοιωμένος
- αντικρίζει
- πιάστηκε
- συλληφθεί
- αποκωδικοποιημένο
- διακρίνει
- σκάβω
- πήρα
- έκανε
- φτιαγμένος
- αντιλαμβανόμενος
- παρατηρήθηκε
- πραγματοποιημένο
- καταχωρημένο
- έμπειρος
- κατάσχεται
- αντιληφθεί
- απορροφάται
- αναγνωρισμένο
- περιτριγυρισμένο
- χωνεμένος
- απύθμενος
- Κατάλαβα
- διαισθητική
- τρυπητός
- πήρε μέσα
- το αντιλήφθηκα
Nearest Words of cottoned (to or on to)
Definitions and Meaning of cottoned (to or on to) in English
cottoned (to or on to)
No definition found for this word.
FAQs About the word cottoned (to or on to)
βαμβακερά (σε ή σε)
εκτιμημένος,έπιασμενος,Κατάλαβα,αποκρυπτογραφημένο,άρπαξε,ήξερε,αναγνωρισμένος,είδε,έπεσε,καταλαβαίνω
έχασε,παρεξηγημένος,εσφαλμένη,παρερμηνεύτηκε,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγημένο,παρεξηγημένος
cotton (to) => βαμβάκι (σε), cotton (to or on to) => (στο) βαμβάκι, cotters => Γύροι, cottars => κολίγοι, cottages => εξοχικά,