Greek Meaning of cottoning (to or on to)

Συνηθίζω

Other Greek words related to Συνηθίζω

Definitions and Meaning of cottoning (to or on to) in English

cottoning (to or on to)

No definition found for this word.

FAQs About the word cottoning (to or on to)

Συνηθίζω

εκτιμώντας,Ενθουσιάζομαι για,κατανοητός,αποκρυπτογράφηση,αρπαγή,γνώση,αναγνωρίζοντας,βλέποντας,κυλιέμαι,κατανόηση

χαμένος,παρερμηνεία,ερμηνεύω λανθασμένα,παρεξήγηση,μπερδεύω,παρεξήγηση,παρεξηγώντας,παρεξήγηση,παρερμηνεύω

cottoned (to) => αντιλαμβάνομαι (κάτι), cottoned (to or on to) => βαμβακερά (σε ή σε), cotton (to) => βαμβάκι (σε), cotton (to or on to) => (στο) βαμβάκι, cotters => Γύροι,