Greek Meaning of intuited

διαισθητική

Other Greek words related to διαισθητική

Definitions and Meaning of intuited in English

intuited

to know, sense, or understand by intuition

FAQs About the word intuited

διαισθητική

to know, sense, or understand by intuition

εκτιμημένος,Κατάλαβα,αποκρυπτογραφημένο,άρπαξε,ήξερε,αναγνωρισμένος,είδε,καταλαβαίνω,συλληφθεί,αφομοιωμένος

έχασε,παρεξηγημένος,εσφαλμένη,παρερμηνεύτηκε,ερμηνευμένο εσφαλμένα,παρερμηνεία,λάθος,παρεξηγημένο,παρεξηγημένος

intruding (upon) => Εισβολή (σε), intruders => εισβολείς, intruded (upon) => εισέβαλε (σε), intrude (upon) => Εισβάλλω (σε), intros => εισαγωγές,