FAQs About the word inundates

πλημμυρίζει

overwhelm, to cover with a flood, overwhelm sense 2

πνίγεται,πλημμύρες,Βυθίζει,κατακλυσμοί,Ξεχειλίζω,τέλματα,χιονοστιβάδες,ποτίζει,ροές,κοκκινίζω

αποχέτευση,στεγνώνει,αφυδατώνει,Επιθέματα

intuiting => Διαισθητικό, intuited => διαισθητική, intruding (upon) => Εισβολή (σε), intruders => εισβολείς, intruded (upon) => εισέβαλε (σε),