Greek Meaning of leaning (toward or towards)

κεκαμμένος (προς ή προς)

Other Greek words related to κεκαμμένος (προς ή προς)

Definitions and Meaning of leaning (toward or towards) in English

leaning (toward or towards)

No definition found for this word.

FAQs About the word leaning (toward or towards)

κεκαμμένος (προς ή προς)

απολαμβάνοντας,ευνοϊκός,συμπάθεια,φροντίδα (για),να μπαίνει για,προτιμώντας,επιλέγω,συγκομιδή,θέλοντας,Έχω προτίμηση

αποτρόπαιος,μειούμενη,δυσμενής,αποστροφή,αηδία,αρνούμαι,πετώντας μακρυά,απόρριψη,βδελυρός,απόρριψη

leaning (on or against) => ακουμπισμένος (σε ή πάνω σε κάτι), leaned (toward or towards) => επικλινής (προς ή προς), leaned (on or against) => στραμμένος (προς ή εναντίον), lean (toward or towards) => Λιγνός (προς ή προς), lean (on or against) => στηρίζω,