Greek Meaning of grooved (on)

αυλακωτός (σε)

Other Greek words related to αυλακωτός (σε)

Definitions and Meaning of grooved (on) in English

grooved (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word grooved (on)

αυλακωτός (σε)

ευχαριστημένος για,ευχαρίστηκα,Βγήκε (σε),Μου άρεσε,αγαπημένος,απολάμβανε (σε),λατρεμένος,σκέφθηκε,πήρε χρέωση από,πήρε μια κλωτσιά

αποτρόπαιος,αντιπαθής,βδελυρός,καταδικασμένος,περιφρονημένος,μισητός,περιφρονημένος

groove (on) => groove on, grooms => γαμπροί, grokking => κατανοώ, grokked => Κατάλαβα, grogs => Γκρογκς,