Greek Meaning of feasted (on)

γλέντησε (από)

Other Greek words related to γλέντησε (από)

Definitions and Meaning of feasted (on) in English

feasted (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word feasted (on)

γλέντησε (από)

έφαγε (όλο),χαϊδεύω (κάποιον),ήπιε (σε),θαυμαστός,ευχαριστημένος για,καταβροχθίστηκε,Βγήκε (σε),αυλακωτός (σε),Εξιδανικευόταν,εκτιμημένος

αποτρόπαιος,μισητός,αντιπαθής,βδελυρός,καταδικασμένος,περιφρονημένος,περιφρονημένος

feast (on) => γιορτάζω (με κάτι), fearsomeness => φόβος, fears => Φόβοι, fealties => πίστεις, fazing => φάση,